ΤΟ ΣΗΜΑΔΙ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ
Γράφει η Χρήστου Βάσω
"Ο κρύσταλλος με το σημάδι του
κακού ξεθάφτηκε το πρωί, από τους εργάτες
που έσκαβαν για τον τάφο του τελευταίου
αρχιερέα," επανέλαβε ο Τάρκιον. Η φωνή του
ακουγόταν ξένη στ’ αυτιά του, ενώ τα χέρια
του είχαν σφιχτεί νευρικά μεταξύ τους, παρά
τη φιλότιμη προσπάθειά του να δείχνει
ψύχραιμος. Σαν αρχιερέας του Λυράν δεν
ήθελε να φανερώσει στο πλήθος, που
παρακολουθούσε την κουβέντα του με το γέρο-Λίμναρ,
τον εξορκιστή, πόσο πολύ φοβόταν.
"Και τον χτύπησε ο ήλιος βέβαια,"
παρατήρησε ο Λίμναρ, κοιτάζοντας τον
Τάρκιον σαν να ήταν το σφάλμα καθαρά δικό
του.
Ο ιερέας κατένευσε, χωρίς να αφήνει από τα
μάτια του τις σκιές που μεγάλωναν. Όλη η
χαρά που του είχε δώσει ο ξαφνικός θάνατος
του προκάτοχού του είχε σβήσει με ένα
χτύπημα της αξίνας. Τίποτα δεν μπορούσε να
αναστρέψει τα γεγονότα από τη στιγμή που
είχε φωτίσει ακτίνα ήλιου τον κρύσταλλο. Με
τη δύση του ήλιου θα έσπαγε για να
απελευθερώσει το δαίμονα που είχε κρυμμένο
μέσα στη μικρή του ατέλεια.
"Και θέλεις από μένα να κλείσω τη δίοδο
και να ξορκίσω το δαίμονα πίσω στο χώρο των
δαιμονικών πριν να πέσει το σκοτάδι.
Δύσκολα πράγματα," έκανε ο γέρος
στραβομουτσουνιάζοντας.
"Μπορείς ή δεν μπορείς να διώξεις το
δαίμονα, γέρο;" ρώτησε ο ιερέας απότομα,
προσπαθώντας να διατηρήσει τη φωνή του
σταθερή.
Ο Λίμναρ σήκωσε τους καμπουριασμένους
ώμους του. "Δε με λένε γέρο," δήλωσε με
όση αξιοπρέπεια του επέτρεπε το
ξεδοντιασμένο στόμα του. "Ήμουνα ο
καλύτερος εξορκιστής στο μεγάλο πόλεμο, κι
όταν με χρειάζονταν, ακόμα και οι μεγάλοι
αρχιερείς των θεών, σε πληροφορώ," κι ο
γέρος κούνησε το τρεμάμενο δάχτυλό του με
κάποιο ίχνος απειλής," με παρακαλούσαν να
κάνω τη δουλειά." Η φωνή του χαμήλωσε και
μετά έσπασε σε ένα μικρό ηλίθιο γελάκι,
ολοφάνερο σημάδι γεροντικής άνοιας. "Ήμουνα
ο καλύτερος εξορκιστής κρυστάλλων.
Βασιλιάδες έπεφταν στα πόδια μου,"
συμπλήρωσε, κοιτάζοντας το μαζεμένο πλήθος.
Καλύτερος ή χειρότερος δεν είχε σημασία,
συλλογίστηκε ανήσυχα ο Τάρκιον. Δεν υπήρχε
άλλος. Πενήντα δύο χρόνια είχαν περάσει από
την επίσημη λήξη του πολέμου των μάγων και
οι πιο πολλοί εξορκιστές είχαν από καιρό
πεθάνει. Ήταν συνηθισμένη τακτική στη
διάρκεια του πολέμου να παγιδεύουν οι μάγοι
δαιμόνια μέσα σε κρυστάλλους και να τους
τοποθετούν σε χώρους όπου θα τους χτυπούσε
κάποια στιγμή το φως του ήλιου. Στο τέλος
της ημέρας ο κρύσταλλος θρυμματιζόταν κι
απελευθέρωνε τον δαίμονα. Κι εκείνος ήταν
πάντα αποτελεσματικός στην καταστροφή. Στα
χρόνια του πολέμου οι εξορκιστές δεν
προλάβαιναν να αφοπλίζουν παγιδευμένους
κρυστάλλους. Αλλά, με το τέλος του πολέμου
έπεσαν στη δυσμένεια και στην αφάνεια. Κι
ενώ η τρομακτική γνώση της παγίδευσης του
δαίμονα μέσα στον κρύσταλλο είχε πια χαθεί
από το βασίλειο της Μέσιρα, τα κατάλοιπα του
πολέμου εμφανίζονταν από καιρό σε καιρό για
να ταράξουν τη γαλήνη του κόσμου τους.
"Όλες οι ευλογίες του Λυράν σε σένα και
στη γενιά σου, παππούλη, αν τα καταφέρεις,"
είπε ο Τάρκιον, προσπαθώντας να αποπνέει
ευλάβεια αντί για πανικό.
"Και η αμοιβή μου;" τσίριξε ο Λίμναρ,
ανεβάζοντας αναπάντεχα σχεδόν κατά μια
οκτάβα τη γεροντική του φωνή.
"Δεν είναι η ευγνωμοσύνη του Λυράν αμοιβή
αρκετή;" έκανε ξαφνιασμένος ο Τάρκιον.
"Του Λυράν;" γέλασε ο γέρος, κουνώντας
τους ώμους. "Σιγά το σπουδαίο θεό! Είχα
πάρει εγώ πολλών θεών την ευγνωμοσύνη στα
καλά μου χρόνια. Και μερικών δαιμόνων,
δηλαδή. Ξέρεις, δεν είναι όλα τα δαιμόνια
αντικοινωνικά."
"Και;" Παρά τη ζέστη, ο ιερέας
ανατρίχιασε με την τελευταία δήλωση.
"Και λοιπόν, έχω και ευγνωμοσύνες και
κατάρες αρκετές για τη μετέπειτα ζωή μου.
Για την ψυχή μου, καθόλου δεν ανησυχώ. Το πού
θα καταλήξει, εξαρτάται από το ποιος Θεός θα
έχει το πάνω χέρι όταν θα αφήσω τον κόσμο.
Τώρα με νοιάζει για το τομάρι μου, μικρέ."
Μικρέ ! συλλογίστηκε ο Τάρκιον με
ανίσχυρη οργή. Μα τι άλλο θα ανεχόταν για να
αφοπλίσει το κακό που είχε πέσει ξαφνικά
πάνω στα κεφάλια τους; Αν αυτός ο ξεχασμένος
δαίμονας ελευθερωνόταν με το πέσιμο της
νύχτας, θα κατέστρεφε όχι μόνο το ναό του
Λυράν, όπου είχε φυτευτεί ο κρύσταλλος, αλλά
και όλους τους ορκισμένους του ιερείς,
χωρίς να νοιάζεται για το ότι ο πόλεμος είχε
τελειώσει.
"Πόσα θέλεις;" μουρμούρισε βραχνά.
"Εκατό μεσιρίκια."
Εκατό χρυσά. Μια περιουσία. Ήξερε, μα την
αλήθεια, να εκβιάζει αυτός ο γέρος που δεν
τον έπιανε το μάτι σου! "Θα τα πάρεις με τη
δύση του ήλιου," φώναξε ο Τάρκιον. "Πάμε
τώρα!" Η καινούργια πορτοκαλιά του ρόμπα,
σύμβολο της νέας του θέσης, θρόισε από την
ορμή που έκανε τη στροφή. Μια ρόμπα που δεν
θα απολάμβανε για πολύ αν ελευθερωνόταν ο
δαίμονας.
"Μη βιάζεσαι, μικρέ," έκανε ο Λίμναρ
θυμωμένα. "Τα πόδια μου δεν είναι πια τόσο
γερά όσο τα μυαλά μου."
"Βιάζομαι, ...εεε…" ο Τάρκιον ήταν
έτοιμος να τον αποκαλέσει 'παππού', αλλά
φοβήθηκε πως αυτό θα προκαλούσε μεγαλύτερη
καθυστέρηση αν ο γέρος αποφάσιζε ότι δεν
του είχε μιλήσει αρκετά ευγενικά, και
προτίμησε να του απευθυνθεί με τον τίτλο 'σεβάσμιε'.
"…Βιάζομαι, σεβάσμιε, γιατί απομένει
μόνο μια κλεψύδρα μέχρι τη δύση του ήλιου
και ο κρύσταλλος έχει πάνω του το σημάδι του
κακού-"
Το ηλίθιο γελάκι που ξέφυγε από το στόμα του
γέρου, τον διέκοψε. "Τη δύση του ήλιου,"
μονολόγησε. "Καλύτερα να μου δανείσεις το
φορείο σου τότε..."
Ο Τάρκιον ανέβασε τον εξορκιστή πάνω στο
αρχιερατικό φορείο και διέταξε τους
βαστάζους να κάνουν γρήγορα. Δεν είχε
περιθώριο για περισσότερες χρονοτριβές. Ο
ίδιος ακολούθησε λαχανιασμένος, νιώθοντας
να χάνει όλο του το κύρος, καθώς άκουγε τα
παιδιά της γειτονιάς του Λίμναρ να γελάνε
από πίσω του.
Μα όλες του οι ελπίδες για ταχύτητα
σβήστηκαν καθώς έφτασαν στον κήπο του ναού.
Κάτω από τα μάτια των έντρομων
μαθητευόμενων και του θησαυροφύλακα, ο
εξορκιστής απόμεινε να κοιτάζει με
ξινισμένο ύφος τον κίτρινο κρύσταλλο, που
είχε μέγεθος μεγάλης γροθιάς.
"Λοιπόν, σεβάσμιε;" ρώτησε τελικά ο
ιερέας, βλέποντας τον ήλιο να γέρνει
επικίνδυνα προς τη δύση και τον Λίμναρ να
μην έχει ακόμα αρθρώσει ούτε λέξη.
Ο γέρος σήκωσε τους ώμους. "Δουλειά του
Κάριμε ή της Ελτίνα," μουρμούρισε με
αηδία, αναφέροντας τα ονόματα των δυο πιο
καταραμένων αρχιμάγων του πολέμου, ενώ
έδειχνε το σημάδι του κακού πάνω στον
κρύσταλλο. "Τους ξέρω εγώ. Όλους τους
ήξερα. Τσιράκια τους είχα διώξει κι άλλη
φορά. Δύσκολη δουλειά. Δύσκολη, μα τα
φεγγάρια!"
"Μπορείς να εξορκίσεις τον δαίμονα,
σεβάσμιε;" ρώτησε ο Τάρκιον, με φωνή που
πλησίαζε την υστερία. Τα περίεργα σύμβολα
πάνω στον κρύσταλλο του φαίνονταν τώρα
ιδιαίτερα εχθρικά.
"Χα! Αν μπορώ! Άκου αν μπορώ!" έκανε ο
Λίμναρ, με τόνο προσβεβλημένο. "Βασιλιάδες
γονάτιζαν μπροστά μου επειδή μπορούσα!"
"Εμπρός λοιπόν!"
"Δεν συμφωνήσαμε για την αμοιβή μου. Δεν
μου είχες πει ότι θα τα βάλω με τον Κάριμε
όταν με κουβάλησες εδώ."
"Μα τι λες τώρα, γέρο! Και πού ήξερα εγώ
ποιανού δουλειά ήταν; Πόσα θέλεις δηλαδή;"
"Τι σου είχα πει πριν; Εκατό χρυσά;" Ο
γέρος κούνησε πέρα-δώθε το κεφάλι. "Να τα
κάνεις πεντακόσια. Τα μισά τώρα."
"Π-πώς;" αναφώνησε ο θησαυροφύλακας.
"Όλα τα τάματα που έχουν παραδοθεί στο
ναό στα τελευταία πέντε χρόνια δεν αξίζουν
τόσα!"
"Δώστα!" διέταξε ο Τάρκιον τον
εμβρόντητο θησαυροφύλακα.
"Μ-μα-" έκανε αυτός, κοιτάζοντας γύρω με
απελπισμένο βλέμμα.
"Δώστου τα του τρισκατάρατου!"
ξεφώνισε ο αρχιερέας. "Τα λεφτά
συλλογιέσαι ή το τι θα απογίνουμε αν
εξαπολυθεί εδώ αυτό το δαιμόνι;!"
"Πενηντατόσα χρόνια μέσα στον κρύσταλλο!"
κάγχασε ο Λίμναρ. "Δεν θα είναι στις καλές
του!"
Ο θησαυροφύλακας έφυγε τρέχοντας.
"Ησυχία τώρα. Χρειάζομαι καθαρό μυαλό!"
προειδοποίησε ο Λίμναρ με ένα ύφος που
έκανε τον Τάρκιον να πιστεύει πως ήταν
εντελώς σαλεμένος.
Μετά, απόμεινε ακίνητος πάνω από τον
κρύσταλλο με το σημάδι του κακού, ρίχνοντας
που και που ματιές στη δύση, ενώ η αναπνοή
του αρχιερέα γινόταν όλο και πιο δύσκολη.
Και, καθώς ο ήλιος έριχνε την τελευταία
ακτίνα, κι ο αρχιερέας αναρωτιόταν ποιο θα
ήταν το πρώτο μέλος που θα του έκοβε ο
δαίμονας, ο Λίμναρ άρθρωσε μια ακολουθία
από μαγικές λέξεις, που ήχησαν ξερές, ξένες
και βάρβαρες στ' αυτιά του Μεσιριανού.
Όταν ο ήλιος έγινε ένα κόκκινο είδωλο πάνω
στον ορίζοντα και χάθηκαν οι σκιές, ο
κρύσταλλος έβγαλε ένα διαπεραστικό
σφύριγμα και έγινε χίλια κομμάτια, όπως
ήξεραν ότι θα γινόταν με τη δύση του ήλιου.
Τίποτα άλλο δεν συνέβη.
"Ο δαίμονας εξορκίστηκε!" φώναξε ο
θησαυροφύλακας, με τρεμάμενη φωνή.
Ο Τάρκιον έγνεψε καταφατικά. Του είχε
στοιχίσει πολύ ακριβά.
"Αύριο κιόλας μπορούμε να μετακομίσουμε
σ΄ ένα καλύτερο σπίτι, κόρη μου," είπε ο
Λίμναρ στην εγγονή του, όταν γύρισε στο
χαμόσπιτο.
Το κόκκινο φως του Ελμιάν φώτιζε αμυδρά το
πρώτο σκοτάδι.
Το κορίτσι, μια ζωηρή, μελαχρινή έφηβη, τον
κοίταξε με μάτια που σπίθιζαν από θαυμασμό.
"Παππού, σε ακολούθησα και είδα τι έκανες!"
φώναξε. "Ήσουνα καταπληκτικός! Μα πώς
τόλμησες να καθυστερήσεις τόσο πολύ; Τι θα
γινόταν αν ο δαίμονας έβγαινε από τον
κρύσταλλο πριν να τον εξορκίσεις; Η δύση του
ήλιου απείχε κόκκους άμμου μόνο. Όλοι αυτοί
οι κρύσταλλοι καταστρέφονται με τη δύση."
Εκείνος κούνησε το κεφάλι. "Θα σου πω ένα
μυστικό, μικρούλα," είπε με γέλιο που δεν
είχε καμιά σχέση με εκείνα τα γεροντίστικα
καμώματα που είχε κάνει στον Τάρκιον. "Μερικά
πράγματα δεν είναι όπως τα νομίζεις. Δεν
ήμουνα δα ο καλύτερος εξορκιστής στο μεγάλο
πόλεμο, έτσι ως έλαχε. Ήξερα πολλά." Ο
Λίμναρ χαμογέλασε πονηρά. "Δεν υπήρχε
δαίμονας μέσα στον κρύσταλλο."
"Μα ήταν πέτρα με ατέλεια! Φυτεμένη μέσα
στα θεμέλια του ναού…"
"Σωστά, σωστά όλα αυτά. Αλλά, πάνε πολλά
χρόνια από τον καιρό του πολέμου και πολλά
ξεχάστηκαν. Οι κίτρινοι κρύσταλλοι δεν
μπορούσαν να κρατήσουν τη δίοδο κλειστή
τόσα πολλά χρόνια. Κι έτσι, απελευθέρωναν
ξανά το δαιμονικό μέσα στον κόσμο του.
Μερικοί κρύσταλλοι ήταν ισχυροί και
κρατούσαν για χρόνια. Αλλά, αυτός ο
σημερινός δεν άξιζε και πολλά. Είχε
αφοπλιστεί από τον καιρό του πολέμου.
Σίγουρα τον είχε φτιάξει μαθητευόμενος."
"Και πώς το ήξερες παππού;"
"Μα παιδί μου, το ήξερα από το σημάδι που
είχε πάνω του και που όλοι το ονομάζουν 'σημάδι
του κακού'. Μπορεί αυτός ο κομπαστής
αρχιερέας να νομίζει ότι ξέρει πολλά, αλλά
εγώ ξέρω περισσότερα. Γι αυτό τον έβαλα να
πληρώσει τόσα. Επειδή καμώνεται το σπουδαίο
χωρίς να ξέρει τίποτα."
"Και τα λόγια που είπες;"
Ο Λίμναρ χαμογέλασε ευχαριστημένα. "Διάβασα
το σημάδι και ήξερα ότι δεν κινδύνευε
κανείς. Τα λόγια ήταν μονάχα μια ακίνδυνη
ευχή, έτσι για να φανεί ότι έκανα σπουδαία
δουλειά."
"Και πώς και ήξερες μόνο εσύ τι έλεγε το
σημάδι και κανένας άλλος;"
"Εκείνα τα χρόνια, οι εξορκιστές είχαμε
έναν κώδικα για να αναγνωρίζουμε ο ένας τη
δουλειά του άλλου. Είχαμε κι εμείς τους
δικούς μας κανόνες και τους δικούς μας
νόμους και ξέραμε πότε έπρεπε και πότε δεν
έπρεπε να επέμβουμε. Πολλές από τις
επιτυχίες μας και τις αποτυχίες μας δεν
ήταν τυχαίες. Εμείς κρίναμε το αποτέλεσμα
του πολέμου των μάγων, αλλά δυστυχώς δεν
ήταν τελικά αυτό που θέλαμε. Και να!" Ο
Λίμναρ άπλωσε τα χέρια και έδειξε γύρω του
το πάμπτωχο σπιτάκι. "Κοίτα πώς
καταντήσαμε!"
"Και τι έλεγαν τα σημάδια συνήθως;"
"Τις πιο πολλές φορές ήταν μια υπογραφή
και μια ημερομηνία. Η υπογραφή μπορούσε και
να λείπει αν ο μάγος δεν ήταν πολύ
σημαντικός. Ας πούμε, αυτός ο σημερινός
κρύσταλλος δεν είχε υπογραφή, γι αυτό λέω
ότι τον είχε φτιάξει μαθητευόμενος. Για την
ημερομηνία πάντως, που ήταν υποχρεωτική,
επειδή μας έδειχνε μέχρι πότε παρέμενε στον
κρύσταλλο ο δαίμονας, είχαμε ειδική
ονομασία, για να καταλαβαίνουμε μεταξύ μας
πόσο μεγάλος ήταν ο κίνδυνος. Δεν τη λέγαμε
‘σημάδι του κακού’."
"Αλήθεια; Πώς τη λέγατε;" ρώτησε το
κορίτσι με περιέργεια.
Ο Λίμναρ την κοίταξε με πονηρό χαμόγελο. "Τη
λέγαμε, 'ημερομηνία λήξεως' ! "